- στόμα
- το1. άνοιγμα στο κεφάλι των ζώων και του ανθρώπου, απ΄ όπου εισάγονται οι τροφές: Άνοιξε το στόμα σου να σου δώσω το φάρμακο.2. ομιλία, τρόπος ομιλίας: Έχει άσκημο στόμα.3. φρ., «Κλείσε το στόμα σου», πάψε να μιλάς.4. στόμιο, άνοιγμα: Στόμα του πυροβόλου.5. μέρος του μαχαιριού, η κόψη.6. «Από το στόμα μου το πήρες», είπες αυτό που ήμουν έτοιμος να πω κι εγώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.